- τετραπλασιεπίτριτος
- -ον, Αο τέσσερεις και 1/3 φορές μεγαλύτερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπίτριτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραπλασιεπίτριτος — times as great masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτετραπλασιεπίτριτος — ον, Α (για αριθμό) αυτός που είναι 4 1/3 φορές μικρότερος από κάποιον άλλο, λ.χ. 6:26. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τετραπλασιεπίτριτος «ο τέσσερεις και 1/3 φορές μεγαλύτερος»] … Dictionary of Greek